- Ἑβραικούς
- Ἑβραϊκούς , Ἑβραικόςa Hebrewmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γίντις — Γλωσσική διάλεκτος που ομιλείται από τη μεγάλη πλειοψηφία των Ασκεναζίμ Εβραίων και γράφεται με εβραϊκούς χαρακτήρες. Στην αρχαιότερη φάση της αποτελούσε μία παραλλαγή της μεσαιωνικής γερμανικής γλώσσας με εβραϊκά και νεολατινικά λεξιλογικά… … Dictionary of Greek
Μοζάραβες — (αραβ. μουστά’ριμπα = εξαραβισμένοι). Όρος με τον οποίο συνηθίζεται να χαρακτηρίζονται οι χριστιανοί υπήκοοι των Αράβων της Ιβηρικής χερσονήσου. Πριν από τη μουσουλμανική εισβολή (8ος αι.), ο κελτο ιβηρικός πληθυσμός είχε διατελέσει υπό την… … Dictionary of Greek
Αλφασί, Ισαάκ Μπεν Ιακώβ — (Isaac ben Jacob ha Kohen Al Fasi, 1013 – 1103). Εβραίος ταλμουδιστής και νομοδιδάσκαλος. Το 1088 πήγε στην Ισπανία και ίδρυσε στη Λουκένα ιερατική σχολή, όπου σπούδασαν διάσημοι Εβραίοι λόγιοι. Εναντιώθηκε στην τάση των συγχρόνων του στη… … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… … Dictionary of Greek
Ρέμπραντ, Χάμερσον βαν Ρέιν — (Rembrandt, Λέιντεν 1606 – Άμστερνταμ 1669). Ολλανδός ζωγράφος και χαράκτης, ένας από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους καλλιτέχνες του 17ου αι. Ήταν μαθητής του Σβάνενμπουργκ και για ένα μικρό χρονικό διάστημα (μεταξύ 1623 και 1624) του Λάστμαν στο… … Dictionary of Greek